Aκόμα και στις μέρες μας αρκετά παιδιά πέφτουν θύματα κακοποίησης, κυρίως από τους γονείς τους, οι οποίοι χρησιμοποιούν τη βία ως μέσο πειθαρχίας, αλλά και από άλλα σημαντικά πρόσωπα του περιβάλλοντος τους. Τα τελευταία χρόνια, έχει διαπιστωθεί και κακοποίηση μεταξύ συνομηλίκων. Κακοποίηση είναι η άσκηση βίας με σκοπό την “επιβολή ελέγχου” ή την υποταγή. Είναι μια επιθετική συμπεριφορά που προκαλεί τραύμα, πόνο, φόβο, δυσφορία, ενοχή και έχει πολλές αρνητικές συνέπειες για το άτομο που τη δέχεται.
Όταν υπάρχει κακοποίηση υπάρχει και ανισορροπία δυνάμεων ψυχική ή σωματική. Αυτός που κακοποιεί αισθάνεται ή και είναι πιο ισχυρός από αυτόν που κακοποιείται, ο οποίος νιώθει ανήμπορος να αντιδράσει. Έτσι δημιουργούνται οι θύτες και τα θύματα.
Οι μορφές που μπορεί να πάρει η κακοποίηση είναι οι εξής:
Σωματική: χτυπήματα με το χέρι ή με τη χρήση αντικειμένων, τσιμπήματα, τράβηγμα μαλλιών, δαγκώματα, κλωτσιές, κάψιμο με αντικείμενα π.χ. τσιγάρο, ακατάλληλες μέθοδοι πειθαρχίας για την ηλικία του παιδιού.
Συναισθηματική: Περιλαμβάνει λεκτικές κυρίως συμπεριφορές που πλήττουν την ψυχοσυναισθηματική ανάπτυξη του παιδιού. Τέτοιου είδους συμπεριφορές θεωρούνται οι φωνές, οι αρνητικοί χαρακτηρισμοί, η έλλειψη στοργής και αγάπης, η δημιουργία ενοχών, η ταπείνωση, οι απειλές εγκατάλειψης ή βίας.
Σεξουαλική: Αναφέρεται σε οποιαδήποτε συμπεριφορά που αποβλέπει στη σεξουαλική διέγερση του ενήλικα (επαφή ή διείσδυση με οποιοδήποτε τρόπο στα γεννητικά όργανα ή τον πρωκτό του παιδιού από ενήλικα ή το αντίστροφο, έκθεση παιδιού σε πορνογραφικό υλικό κ.α.)
Παραμέληση και έκθεση σε κίνδυνο: Αφορά τη στέρηση του παιδιού από τις βασικές και απαραίτητες για τη διαβίωση και την υγιή του ανάπτυξη ανάγκες. Τέτοιες ανάγκες είναι η σίτιση, η ένδυση, η στέγαση, το καθαρό και υγιές περιβάλλον, η ιατρική φροντίδα, η εκπαίδευση.
Εκμετάλλευση: Αναφέρεται στη χρησιμοποίηση του παιδιού προς οικονομικό κυρίως όφελος του ενήλικα. Η παιδική εργασία, επαιτεία ή πορνεία είναι μορφές εκμετάλλευσης.
Εξετάζοντας τα αίτια του φαινομένου κακοποίησης, θα πρέπει να το δούμε μέσα στο εκάστοτε κοινωνικοπολιτισμικό πλαίσιο, στο οποίο εμφανίζεται. Αυτό σχετίζεται με το πόσο ανεκτική και επιτρεπτική είναι μια κοινωνία στην άσκηση βίας ως μέσο πειθαρχίας και διαπαιδαγώγησης του παιδιού. Οι υποβαθμισμένες μορφωτικές, κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες ενοχοποιούνται για την επιθετική συμπεριφορά, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κακοποίηση δε μπορεί να εμφανιστεί και σε ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Από τους βασικότερους αιτιολογικούς παράγοντες θεωρούνται κάποια χαρακτηριστικά της οικογένειας και της προσωπικότητας των γονέων. Φτωχή επικοινωνία μεταξύ των μελών της οικογένειας, δυσλειτουργικές σχέσεις, διαζύγια έντονης αντιδικίας, δύσκολες συνθήκες επιβίωσης είναι μερικοί από τους παράγοντες που σχετίζονται με την οικογένεια.
Όσον αφορά τους γονείς, αυτοί στις περισσότερες περιπτώσεις είναι άτομα που και τα ίδια έχουν βιώματα κακοποίησης ή αποστέρησης κατά την παιδική τους ηλικία. Συχνά έχουν ψυχιατρικά προβλήματα, εγκληματικό παρελθόν και διαταραχές προσωπικότητας. Ως γονείς έχουν δυσκολία να ταυτιστούν με το ρόλο τους, έχουν υπερβολικές προσδοκίες από το παιδί τους και προβάλουν σε αυτό δικά τους συναισθήματα και σκέψεις. Επίσης είναι ελάχιστα ανεκτικοί σε ερεθίσματα που προέρχονται από το παιδί (π.χ. δεν αντέχουν το κλάμα του μωρού).
Σημαντικό ρόλο μπορεί να παίξουν και παράγοντες που αφορούν το ίδιο το παιδί, όπως για παράδειγμα το εάν ήταν ένα επιθυμητό ή όχι παιδί, το εάν έχει κάποιο χρόνιο νόσημα, νοητική υστέρηση ή κάποια άλλη διαταραχή. Για να γίνει διάγνωση της κακοποίησης απαιτούνται ιατρικές εξετάσεις, παιδοψυχιατρική αξιολόγηση, ένα πλήρες κοινωνικό ιστορικό και παρατήρηση της συμπεριφοράς του ίδιου του παιδιού. Η κλινική εικόνα ενός κακοποιημένου παιδιού περιλαμβάνει εξωτερικές και εσωτερικές κακώσεις. Εξωτερικά εμφανίζονται μώλωπες, εκδορές, εγκαύματα, εικόνες υποσιτισμού και καθυστέρηση της ανάπτυξης. Εσωτερικά υπάρχουν κατάγματα, κακώσεις των ζωτικών οργάνων και εσωτερική αιμορραγία.
Οι σημαντικότερες όμως επιπτώσεις της κακοποίησης είναι στην ψυχική υγεία του παιδιού. Ένα παιδί που έχει κακοποιηθεί εμφανίζει δυσκολίες προσαρμογής στην καθημερινότητα και προβλήματα συμπεριφοράς. Φοβάται για την ασφάλεια τη δική του και των άλλων και δυσκολεύεται να αναπτύξει το αίσθημα της εμπιστοσύνης προς τους γύρω του. Συχνά εμφανίζει μετατραυματικό στρες, διαταραχές της διάθεσης ή της ανάπτυξης της προσωπικότητας του. Στο σχολείο απομονώνεται από τους συμμαθητές του και αναπτύσσει το συναίσθημα της ντροπής, έχει τάση μυστικοπάθειας και η επίδοση του πέφτει εξαιτίας της εμφάνισης μαθησιακών διαταραχών. Το παιδί αυτό έχει υψηλά επίπεδα άγχους, νιώθει συνεχώς φόβο και έχει προβλήματα στον ύπνο με συχνούς εφιάλτες. Αισθάνεται ότι δεν υπάρχει καμία ελπίδα., ότι κανείς δεν μπορεί να το βοηθήσει και ότι η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει. Μεγαλώνοντας υπάρχουν πολλά ψυχικά τραύματα και τα παιδιά αυτά αδυνατούν να αναπτύξουν υγιείς διαπροσωπικές σχέσεις. Στο ρόλο τους ως γονείς έχουν και οι ίδιοι προβλήματα και είναι ανεπαρκείς.
Σοβαρές επιπτώσεις όμως υπάρχουν και όταν τα παιδιά γίνονται μάρτυρες της κακοποίησης κάποιου άλλου, για παράδειγμα της μητέρας. Τότε είναι πιθανό να πάρουν το ρόλο του «προστάτη», προσπαθώντας να παρέμβουν για να σώσουν αυτόν που κακοποιείται. Αυτό μπορεί να γίνει με διάφορους τρόπους. Με το να εμπλακούν τα ίδια στη βία, με το να αρνούνται να αφήσουν μόνο του το θύμα, με το να το παροτρύνουν να φύγει από το σπίτι για να γλιτώσει. Συχνές είναι οι περιπτώσεις των παιδιών που μπορεί να εμφανίσουν ακόμα και σχολική άρνηση φοβούμενα ότι κατά την απουσία τους στο σχολείο η μητέρα μπορεί να πάθει κάτι.Επίσης είναι πιθανό και τα ίδια να αναπτύξουν βίαιη συμπεριφορά εφόσον θεωρούν πλέον τη βία ως συνήθη συνθήκη μεταξύ των ατόμων. Τα επίπεδα άγχους και φόβου είναι εξίσου υψηλά με αυτά ενός παιδιού που κακοποιείται το ίδιο. Άλλωστε με το να είναι ένα παιδί μάρτυρας της κακοποίησης κάποιου άλλου, κακοποιείται και το ίδιο συναισθηματικά.
Η παρέμβαση σε περιπτώσεις κακοποίησης αρχίζει από τη στιγμή που θα γίνει η καταγγελία ή που κάποιος θα απευθυνθεί σε κάποιον ειδικό. Η βασική προτεραιότητα είναι η προστασία του θύματος με κάθε τρόπο, ακόμα και με την απομάκρυνση του από το κακοποιητικό περιβάλλον. Στην περίπτωση των παιδιών συνήθως προτείνεται νοσηλεία για μερικές μέρες όπου θα γίνουν και όλες οι απαραίτητες εξετάσεις και μετά η ομάδα των ειδικών θα αποφασίσει εάν το παιδί θα γυρίσει σπίτι του ή θα πάει σε ίδρυμα, σε ανάδοχη οικογένεια ή θα δοθεί για υιοθεσία. Σε περίπτωση που το παιδί επιστρέψει σπίτι απαραίτητη είναι η συνεχής επίβλεψη της οικογένειας και η συχνή επανεκτίμηση της κατάστασης. Η κινητοποίηση του κοινωνικού περιβάλλοντος (συγγενείς, γειτονιά, σχολείο, τοπικές υπηρεσίες) μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο στην προστασία του παιδιού.
Σε κάθε περίπτωση, η ψυχοθεραπευτική παρέμβαση είναι απαραίτητη για όλα τα εμπλεκόμενα μέλη από έναν έμπειρο σε θέματα κακοποίησης θεραπευτή.
Ιωάννα Κούρια, Ψυχολόγος – Οικογενειακή Θεραπεύτρια.