Πώς στηρίζουμε τα παιδιά σε καταστάσεις κρίσεων; Συμβουλές για γονείς και εκπαιδευτικούς

Κρίση είναι μια προσωρινή κατάσταση, η οποία προκαλεί έντονο άγχος και αποδιοργάνωση, κλονίζει την αίσθηση σταθερότητας και ασφάλειας του ατόμου και οδηγεί σε απώλεια ελέγχου και αδυναμία χειρισμού του αρνητικού γεγονότος. Μπορεί να επηρεάζει το άτομο μεμονωμένα ή και το άμεσο ή ευρύτερο κοινωνικό του περιβάλλον. Οι κρίσεις διακρίνονται σε αναπτυξιακές και περιστασιακές με βάση το πλαίσιο στο οποίο εμφανίζονται, τις συνδέσεις που πρέπει να κάνουμε για να τις κατανοήσουμε και τα απρόοπτα γεγονότα στη ζωή του παιδιού και της οικογένειας.

Οι αναπτυξιακές κρίσεις εμφανίζονται μέσα στον κύκλο ζωής της οικογένειας και αφορούν γεγονότα που επισυμβαίνουν κατά τη μετάβαση από το ένα στάδιο στο άλλο (π.χ. γέννηση παιδιού, εφηβεία, αποπαίδωση κ.α.), ενώ οι περιστασιακές είναι απροσδόκητα και απρόβλεπτα γεγονότα, τα οποία μπορεί να επηρεάζουν ένα άτομο ή και μια ολόκληρη κοινότητα (π.χ. φυσικές καταστροφές, σοβαρή ασθένεια κ.α.). Η κάθε κρίση έχει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και βιώνεται διαφορετικά από το κάθε άτομο. Κάποια άτομα καταφέρνουν να την ξεπεράσουν σε σύντομο χρονικό διάστημα, ενώ άλλα δυσκολεύονται περισσότερο και χρειάζονται βοήθεια.

Φυσιολογικές αντιδράσεις παιδιών σε καταστάσεις κρίσεων.

Όπως οι ενήλικοι, έτσι και τα παιδιά συχνά έρχονται αντιμέτωπα με καταστάσεις εξαιρετικά οδυνηρές που διαταράσσουν την καθημερινότητα τους και τα φέρνουν αντιμέτωπα με πρωτόγνωρα και συχνά τρομακτικά συναισθήματα. Στις περιπτώσεις αυτές είναι απόλυτα φυσιολογικό να εμφανίσουν διάφορα συμπτώματα, τα οποία ποικίλουν ανάλογα με την ηλικία και την αναπτυξιακή τους ωριμότητα. Τα πιο αναμενόμενα από αυτά είναι η παλινδρόμηση σε συμπεριφορές μικρότερης ηλικίας, τα σωματικά συμπτώματα και οι συναισθηματικές δυσκολίες. Τα συμπτώματα αυτά συνήθως αρχίζουν να υποχωρούν μετά την πάροδο των 8 εβδομάδων και το παιδί είναι σε θέση να χειριστεί πιο αποτελεσματικά τις συνέπειες της κρίσης και να επανέλθει στην καθημερινότητα του χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα.

Πότε πρέπει να αρχίσουμε να ανησυχούμε;

Σε ορισμένες περιπτώσεις η κρίση μπορεί να βιώνεται πιο έντονα από το παιδί, τα συμπτώματα να επιμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα με αμείωτη ή και αυξανόμενη ένταση και να διαταράσσουν την καθημερινή λειτουργικότητα του (το παιχνίδι του, τον ύπνο ή το φαγητό του, την επίδοση του στο σχολείο, τις σχέσεις του με τους συνομηλίκους κ.α.). Επίσης, είναι πιθανό το παιδί να εμφανίσει είτε αμνησία γύρω από το γεγονός, είτε ακούσια αναβίωση δυσάρεστων εικόνων και εμπειριών. Μπορεί να αρχίσει να αποφεύγει μέρη και πρόσωπα που του θυμίζουν τη δυσάρεστη τραυματική κατάσταση ή να αρνείται να συζητήσει γι αυτή. Στις περιπτώσεις αυτές η κρίση βιώνεται ως «τραύμα» και διαταράσσει τη συναισθηματική λειτουργία του παιδιού, γεγονός που απαιτεί πιο εξειδικευμένη βοήθεια για την αντιμετώπιση της κατάστασης. Τα παιδιά που θεωρούνται πιο ευάλωτα στο να εκδηλώσουν τέτοιου είδους δυσλειτουργία είναι παιδιά που είχαν προηγούμενες τραυματικές εμπειρίες, που αντιμετωπίζουν ήδη κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας, που δεν έχουν ένα κατάλληλο υποστηρικτικό περιβάλλον και παιδιά που κατά τη συγκεκριμένη κρίση βίωσαν σημαντικές απώλειες (π.χ. θάνατος γονέα).

Τι μπορούμε να κάνουμε για να στηρίξουμε ένα παιδί σε καταστάσεις κρίσεων;

Οι ενήλικοι που βρίσκονται κοντά στο παιδί μπορούν να το στηρίξουν σε καταστάσεις κρίσεων ακολουθώντας κάποιες απλές βασικές αρχές. Έτσι, μετά από ένα τραυματικό γεγονός:

  • Δίνουμε την ευκαιρία στο παιδί να μιλήσει για το συγκεκριμένο γεγονός. Μέσα από τη συζήτηση μπορεί να το κατανοήσει και να εξοικειωθεί με αυτό.
  • Απαντάμε σε όλες τις ερωτήσεις του παιδιού ξανά και ξανά, όσες φορές ερωτηθούμε. Η ενημέρωση καθησυχάζει τα παιδιά και απομακρύνει την δημιουργία μη ρεαλιστικών και τρομακτικών σεναρίων.
  • Ενθαρρύνουμε τα παιδιά να εκφράσουν τα συναισθήματα τους και αντιμετωπίζουμε κάθε συναίσθημα ως απόλυτα φυσιολογικό.
  • Μοιραζόμαστε με τα παιδιά τα δικά μας συναισθήματα. Έτσι τα βοηθάμε να κατανοήσουν ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν παρόμοια συναισθήματα σε αντίστοιχες καταστάσεις.
  • Χρησιμοποιούμε τη σωματική επαφή. Αγκαλιάζουμε, χαιδεύουμε το παιδί όταν κρίνουμε ότι το χρειάζεται. Με αυτό τον τρόπο το καθησυχάζουμε και το παρηγορούμε.
  • Ενθαρρύνουμε το παιδί να συνεχίσει τη ζωή του, να εμπλακεί σε προσφιλείς δραστηριότητες και να αναπτύξει σχέσεις με συνομηλίκους.
  • Μοιραζόμαστε τις δικές μας εμπειρίες με το παιδί και το βοηθάμε να βρει τρόπους και στρατηγικές αντιμετώπισης της κατάστασης. Καθοδηγούμε κατά την εφαρμογή τους.
  • Διατηρούμε την καθημερινή ρουτίνα του παιδιού όσο γίνεται σταθερή.
  • Σε περίπτωση απώλειας δίνουμε τη δυνατότητα στα παιδιά να θρηνήσουν και τους επιτρέπουμε να παρευρεθούν σε τελετές μνήμης αν το επιθυμούν.
  • Σε πολύ μικρά παιδιά επιτρέπουμε να πάρουν μαζί τους στο σχολείο κάποιο αντικείμενο που τα κάνει να νιώθουν ασφαλή (π.χ. κάποιο αρκουδάκι).
  • Δεν ωραιοποιούμε το γεγονός. Μιλάμε με ειλικρίνεια, χωρίς να παραπληροφορούμε και εξηγούμε στο παιδί τι έχει συμβεί και τι να περιμένει από δω και πέρα.
  • Απευθυνόμαστε σε κάποιον ειδικό όταν τα συμπτώματα επιμένουν για μεγάλο χρονικό διάστημα.

Γενικότερα πρέπει να έχουμε στο μυαλό μας ότι δεν μπορούμε να προστατέψουμε τα παιδιά από δυσάρεστα γεγονότα. Μπορούμε όμως να τα βοηθήσουμε να τα αντιμετωπίσουν και να τα ξεπεράσουν. Εξάλλου παρόλη την αρνητική της διάσταση, μια κατάσταση κρίσης έχει και τη θετική της πλευρά. Κινητοποιεί το άτομο στο να λάβει δράση για να την αντιμετωπίσει και εντέλει η επιτυχημένη επίλυση της ενισχύει την αυτοπεποίθηση του και το ενδυναμώνει ενόψει μελλοντικών στρεσογόνων καταστάσεων.

Ιωάννα Κούρια, Ψυχολόγος – Οικογενειακή Θεραπεύτρια.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *